Συντελεστές
Louisa-May Alcott
Louisa-May Alcott
Η Louisa May-Alcott ήταν συγγραφέας, γνωστή για τα βιβλία της για παιδιά. Κόρη του Amos Bronson, πέρασε όλη σχεδόν τη ζωή της στο Κόνκορντ και τη Βοστώνη, και από μικρή έζησε μέσα στο περιβάλλον των Υπερβατιστών. Ο Θόρω και ο Έμερσον ήταν οι πρώτοι της φίλοι - ο Χώθορν ήταν γείτονας - ο Oliver Wendell Holmes και η Margaret Fuller τακτικοί επισκέπτες. Από πολύ μικρή όμως, κατάλαβε επίσης πως ο πατέρας της δεν είχε το πρακτικό πνεύμα που χρειαζόταν για να συντηρήσει τη γυναίκα και τις τέσσερις κόρες του. Μετά την αποτυχία του πειράματός του με την κοινότητα Fruitlands, ανέλαβε το βάρος αυτό η ίδια, δουλεύοντας ως δασκάλα (μια δουλειά που σιχαινόταν), οικιακή βοηθός για λίγο, και τελικά, γράφοντας μυθιστορήματα. Φανατική υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας, με το ξέσπασμα του Εμφυλίου κατατάχτηκε ως εθελόντρια νοσοκόμα, έως ότου αρρώστησε από τύφο και αναγκάστηκε να γυρίσει σπίτι. Τα γράμματά της από το νοσοκομείο, "Hospital Sketches" (1863), ήταν το πρώτο της βιβλίο που την έκανε γνωστή. Κάτω από την πίεση των χρεών της οικογένειας, έγραψε το αυτοβιογραφικό "Μικρές Κυρίες" (Little Women) (1868-69) που γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία. Το 1869 μπόρεσε να γράψει στο ημερολόγιό της: "Όλα τα χρέη μας εξοφθήθηκαν και έχουμε πια αρκετά για να ζούμε άνετα... Αυτό μού κόστισε την υγεία μου, ίσως· αφού όμως είμαι ακόμα ζωντανή, έχω αρκετά πράγματα να κάνω...". Ακολούθησαν και άλλα βιβλία, βασισμένα στις εμπειρίες της παιδικής της ηλικίας, όπως τα "Aunt Jo's Scrap Bag" (έξι τόμοι 1872-82), "An Old-fashioned Girl" (1870), "Little Men" (1871), "Eight Cousins" (1875), και "Jo 's Boys" (1886). Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, αν και χωρίς οικονομικές στεναχώριες, η υγεία της επιδεινώθηκε και δέχτηκε το χτύπημα του θανάτου, λίγο μετά τη γέννα, της μικρής της αδελφής Μαίη, της οποίας την κόρη ανέλαβε. Εγκατέστησε τη μικρή Λουίζα κοντά στη μεγάλη, χωρισμένη, αδελφή της Άννα, στον πατέρα της και στους δύο ανιψιούς της, στη Βοστώνη, όρισε κληρονόμο τον ανιψιό της Τζον και απομακρύνθηκε από κοντά τους, προσπαθώντας για άλλη μια φορά να γράψει. Δύο μέρες μετά από το θάνατο του πατέρα της, όμως, στις 4 Μαρτίου 1888, πέθανε και η ίδια, σε ηλικία 56 ετών, και θάφτηκε στο κοιμητήρι Sleepy Hollow του Concord.