Συλλογή
Βαρκάρισσα της χίμαιρας
Εκδόσεις Διόπτρα

Κάποιο σταχτί απόγευμα του Σεπτέμβρη ήρθε κοντά μου, εκεί που χάζευα στα παρτέρια της αυλής, μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε: «Τα λουλούδια μεγαλώνουν με τα τραγούδια των πουλιών».

Ήμουν δεν ήμουν οχτώ χρονών.

Ύστερα μπήκε μέσα, άνοιξε το ραδιόφωνο κι έκλεισε την πόρτα της.

Έτσι έκανε.

Πετούσε μια κουβέντα και μετά χανόταν...

Έμπαινε στο σύννεφό της και ταξίδευε... «Δεν μας μεγάλωσε κανονικά», έλεγε αργότερα ο αδελφός μου, ο Τζόνυ.

«Δεν μας έδωσε οδηγίες σωστής πλοήγησης».

«Μας εξασφάλισε εισιτήριο διαρκείας για το πλεούμενο της χίμαιρας», του απαντούσα εγώ.

«Λίγο το ’χεις;»

«Κι αυτό ακόμη δεν μας το ’δωσε συνειδητά».

Της έπεσε από την τσέπη και το βρήκαμε.

Τίποτα δεν μας έδωσε συνειδητά.

Η μάνα μας, η Ερασμία!

Εμείς τη γνωρίσαμε τσακισμένη.

Ξοδεμένη στα όνειρά της.

Σε παλιές φωτογραφίες τη βλέπαμε αλλιώτικη.

Μια όμορφη κοπέλα με φουντωτά μαύρα μαλλιά κι ένα πλατύ χαμόγελο στ’ ολοστρόγγυλο πρόσωπό της.

Ένα πλατύ, δακρυσμένο πάντα, χαμόγελο.

«Ήταν όμορφη ε; Βλέπεις, Τζόνυ;»

«Και τώρα είναι όμορφη. Είναι η πιο όμορφη!»

Καμάρωνε σαν κόκορας ο Τζόνυ.

Λες και του ανήκε!