Συλλογή
Ορατή σαν αόρατη
Εκδόσεις Καστανιώτη

«Δεν μπορείς να πεθάνεις αν δεν γράψεις αυτήν την ιστορία».

«Για να την γράψω πρέπει κάποιος να πεθάνει πρώτα».

Έρχονταν κι έφευγαν οι εποχές, οι μέρες καταπίνανε τις μέρες, κι η Λεύκα παράδερνε μες στην σιωπή και στους δισταγμούς της.

Όλο ένοιωθε να την φυσάει το αεράκι της ευφορίας, να παρακινείται συθέμελα να γράψει επιτέλους την «ιστορία φάντασμα», όλο μαζεύονταν τα σύννεφα πάνω από το κεφάλι της, κι έλεγες τώρα θ’ ανοίξουν οι κρουνοί και να πώς ξεκινούν οι καταιγίδες.

Πέφτανε τότε μερικές ωραίες στάλες, το ρίγος την συνέπαιρνε, κι ύστερα πάλι όλα χάνονταν, κρύβονταν κατά πού δεν ξέρουμε.

Και πόσο ακόμα να περιμένει ν’ αποδημήσει ένας άνθρωπος για να λάβει το λάκτισμα, την ευλογία!...

Πώς αντέχω και δεν απελπίζομαι; αναρωτιόταν, την ώρα που μέσα της βαθειά εφτά φορές είχε αλλάξει δέρμα απ’ την απελπισία.

Κι εκεί ήταν το ζήτημα: οι φοβερότερες στιγμές και σκέψεις, οι πιο ανείπωτες, δύνανται άραγε να γραφούν σ’ ένα χαρτί ή μήτε στον αιώνα τον άπαντα;

Δύναται να «κρυφτεί» η ίδια μέσα σ’ αυτά που έγραφε ή μόνο να κρυφτεί απ’ αυτά;

Κι αν δεν υπήρχε διαφορά;

Μια μαγική αναζήτηση για τα άρρητα της γραφής, μέσα στα μυστικότερα μονοπάτια της μυθοπλασίας· γιατί τα καλύτερα είναι αυτά που δεν γράφονται και το πιο σημαντικό ποτέ δεν το λέμε.